ἀγαθοφανής

Étymologie

modifier
composé de ἀγαθός, agathos bpn ») et de φαίνω, phaínô faire voir »).

Adjectif

modifier
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ἀγαθοφανής ἀγαθοφανής ἀγαθοφανές
vocatif ἀγαθοφανές ἀγαθοφανές ἀγαθοφανές
accusatif ἀγαθοφαν ἀγαθοφαν ἀγαθοφανές
génitif ἀγαθοφανοῦς ἀγαθοφανοῦς ἀγαθοφανοῦς
datif ἀγαθοφανεῖ ἀγαθοφανεῖ ἀγαθοφανεῖ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ἀγαθοφανεῖ ἀγαθοφανεῖ ἀγαθοφανεῖ
vocatif ἀγαθοφανεῖ ἀγαθοφανεῖ ἀγαθοφανεῖ
accusatif ἀγαθοφανεῖ ἀγαθοφανεῖ ἀγαθοφανεῖ
génitif ἀγαθοφανοῖν ἀγαθοφανοῖν ἀγαθοφανοῖν
datif ἀγαθοφανοῖν ἀγαθοφανοῖν ἀγαθοφανοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ἀγαθοφανεῖς ἀγαθοφανεῖς ἀγαθοφαν
vocatif ἀγαθοφανεῖς ἀγαθοφανεῖς ἀγαθοφαν
accusatif ἀγαθοφανεῖς ἀγαθοφανεῖς ἀγαθοφαν
génitif ἀγαθοφανῶν ἀγαθοφανῶν ἀγαθοφανῶν
datif ἀγαθοφανέσι(ν) ἀγαθοφανέσι(ν) ἀγαθοφανέσι(ν)

ἀγαθοφανής, agathophanes

  1. Bon en apparence, qui parait bon.

Références

modifier