Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De ἀγαθός, agathos (« bon, de bonne qualité »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ἀγαϑότης αἱ ἀγαϑότητες τὼ ἀγαϑότητε
Vocatif ἀγαϑότης ἀγαϑότητες ἀγαϑότητε
Accusatif τὴν ἀγαϑότητα τὰς ἀγαϑότητας τὼ ἀγαϑότητε
Génitif τῆς ἀγαϑότητος τῶν ἀγαϑοτήτων τοῖν ἀγαϑοτήτοιν
Datif τῇ ἀγαϑότητι ταῖς ἀγαϑότησι(ν) τοῖν ἀγαϑοτήτοιν

ἀγαθότης, ητος (ἡ) [ᾰᾰ] féminin. Autre écriture : ἀγαϑότης.

  1. Bonté.
  2. Titre d'honneur signifiant : votre Bonté, sa Bonté.

Références modifier