ἀδιάλειπτος

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De ἀ-, a- (« préfixe privatif ») et διάλειπτος, diáleiptos (« interrompu »).

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ἀδιάλειπτος ἀδιάλειπτος ἀδιάλειπτον
vocatif ἀδιάλειπτε ἀδιάλειπτε ἀδιάλειπτον
accusatif ἀδιάλειπτον ἀδιάλειπτον ἀδιάλειπτον
génitif ἀδιαλείπτου ἀδιαλείπτου ἀδιαλείπτου
datif ἀδιαλείπτ ἀδιαλείπτ ἀδιαλείπτ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ἀδιαλείπτω ἀδιαλείπτω ἀδιαλείπτω
vocatif ἀδιαλείπτω ἀδιαλείπτω ἀδιαλείπτω
accusatif ἀδιαλείπτω ἀδιαλείπτω ἀδιαλείπτω
génitif ἀδιαλείπτοιν ἀδιαλείπτοιν ἀδιαλείπτοιν
datif ἀδιαλείπτοιν ἀδιαλείπτοιν ἀδιαλείπτοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ἀδιάλειπτοι ἀδιάλειπτοι ἀδιάλειπτα
vocatif ἀδιάλειπτοι ἀδιάλειπτοι ἀδιάλειπτα
accusatif ἀδιαλείπτους ἀδιαλείπτους ἀδιάλειπτα
génitif ἀδιαλείπτων ἀδιαλείπτων ἀδιαλείπτων
datif ἀδιαλείπτοις ἀδιαλείπτοις ἀδιαλείπτοις

ἀδιάλειπτος, adiáleiptos *\a.di.ˈa.leːp.tos\

  1. Non interrompu.

Références modifier