ἀκροστιχίς

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De ἄκρος, ákros (« extrême ») et στίχος, stíkhos (« rang »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ἀκροστιχίς αἱ ἀκροστιχίδες τὼ ἀκροστιχίδε
Vocatif ἀκροστιχί ἀκροστιχίδες ἀκροστιχίδε
Accusatif τὴν ἀκροστιχίδα τὰς ἀκροστιχίδας τὼ ἀκροστιχίδε
Génitif τῆς ἀκροστιχίδος τῶν ἀκροστιχίδων τοῖν ἀκροστιχίδοιν
Datif τῇ ἀκροστιχίδι ταῖς ἀκροστιχίσι(ν) τοῖν ἀκροστιχίδοιν

ἀκροστιχίς, akrostikhís *\a.kro.sti.ˈkʰis\ féminin

  1. Acrostiche.
    • ησοῦς
      Χριστὸς
      Θεοῦ
      Υἱὸς
      Σωτήρ