Étymologie

modifier
Mot dérivé de ἁβρός, habrós, avec le suffixe -της, -tês.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ἁβρότης αἱ ἁβρότητες τὼ ἁβρότητε
Vocatif ἁβρότης ἁβρότητες ἁβρότητε
Accusatif τὴν ἁβρότητα τὰς ἁβρότητας τὼ ἁβρότητε
Génitif τῆς ἁβρότητος τῶν ἁβροτήτων τοῖν ἁβροτήτοιν
Datif τῇ ἁβρότητι ταῖς ἁβρότησι(ν) τοῖν ἁβροτήτοιν

ἁβρότης, habrotês *\ʔa.bʁɔ.tɛs\ féminin

  1. Bonheur, prospérité.
  2. Affectation.
  3. Magnificence, faste, opulence.

Références

modifier