Voir aussi : εποποιία

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

 Composé de ἔπος, épos (« parole »), ποιέω, poiéō (« faire ») et -ία, -ía.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ἐποποιία αἱ ἐποποιιαι τὼ ἐποποιία
Vocatif ἐποποιία ἐποποιιαι ἐποποιία
Accusatif τὴν ἐποποιίαν τὰς ἐποποιίας τὼ ἐποποιία
Génitif τῆς ἐποποιίας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν ἐποποιίαιν
Datif τῇ ἐποποιί ταῖς ἐποποιίαις τοῖν ἐποποιίαιν

ἐποποιία, epopoiía *\e.po.poi̯.í.aː\ féminin

  1. Épopée.

Variantes modifier

Dérivés dans d’autres langues modifier

Références modifier