ἰδιοσυγκρασία

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot composé de ἴδιος, ídios (« propre, particulier ») et de σύγκρασις, súnkrasis (« mélange »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ἰδιοσυγκρασία αἱ ἰδιοσυγκρασιαι τὼ ἰδιοσυγκρασία
Vocatif ἰδιοσυγκρασία ἰδιοσυγκρασιαι ἰδιοσυγκρασία
Accusatif τὴν ἰδιοσυγκρασίαν τὰς ἰδιοσυγκρασίας τὼ ἰδιοσυγκρασία
Génitif τῆς ἰδιοσυγκρασίας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν ἰδιοσυγκρασίαιν
Datif τῇ ἰδιοσυγκρασί ταῖς ἰδιοσυγκρασίαις τοῖν ἰδιοσυγκρασίαιν

ἰδιοσυγκρασία, idiosugkrasía *\i.di.o.syŋ.kra.ˈsi.aː\ féminin

  1. Idiosyncrasie, tempérament particulier.

Variantes modifier

Références modifier