ἰωτακισμός

Voir aussi : ιωτακισμός

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De ἰῶτα, iỗta (« iota »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ἰωτακισμός οἱ ἰωτακισμοί τὼ ἰωτακισμώ
Vocatif ἰωτακισμέ ἰωτακισμοί ἰωτακισμώ
Accusatif τὸν ἰωτακισμόν τοὺς ἰωτακισμούς τὼ ἰωτακισμώ
Génitif τοῦ ἰωτακισμοῦ τῶν ἰωτακισμῶν τοῖν ἰωτακισμοῖν
Datif τῷ ἰωτακισμ τοῖς ἰωτακισμοῖς τοῖν ἰωτακισμοῖν

ἰωτακισμός, iôtakismós *\iɔː.ta.ki.ˈzmos\ masculin

  1. Iotacisme.