ῥινόκερως

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De ῥίς, rhís (« nez ») et κέρας, kéras (« corne »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ῥινόκερως οἱ ῥινοκέρωτες τὼ ῥινοκέρωτε
Vocatif ῥινόκερως ῥινοκέρωτες ῥινοκέρωτε
Accusatif τὸν ῥινοκέρωτᾰ τοὺς ῥινοκέρωτας τὼ ῥινοκέρωτε
Génitif τοῦ ῥινοκέρωτος τῶν ῥινοκερώτων τοῖν ῥινοκέρωτοιν
Datif τῷ ῥινοκέρωτῐ τοῖς ῥινοκέρωσῐ(ν) τοῖν ῥινοκέρωτοιν

ῥινόκερως, rhinókerôs *\r̥i.ˈno.ke.rɔːs\ masculin

  1. Rhinocéros.

Références modifier