ανοργανωσιά
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ανοργανωσιά | οι | ανοργανωσιές |
Génitif | της | ανοργανωσιάς | των | ανοργανωσιών |
Accusatif | τη(ν) | ανοργανωσιά | τις | ανοργανωσιές |
Vocatif | ανοργανωσιά | ανοργανωσιές |
ανοργανωσιά, anorganosiá \a.nɔɾ.ɣa.nɔ.ˈsça\ féminin