ανοργανωσιά

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de οργάνωση, orgánosi (« organisation »), avec le préfixe αν-, an-.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ανοργανωσιά οι  ανοργανωσιές
Génitif της  ανοργανωσιάς των  ανοργανωσιών
Accusatif τη(ν)  ανοργανωσιά τις  ανοργανωσιές
Vocatif ανοργανωσιά ανοργανωσιές

ανοργανωσιά, anorganosiá \a.nɔɾ.ɣa.nɔ.ˈsça\ féminin

  1. Inorganisation, désordre.