Grec modifier

Étymologie modifier

Traduction littéraire des langues romanes, du grec ancien ἡφαίστειον, forme neutre de grec ancien ἡφαίστειος (« appartenant à Héphaïstos »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  ηφαίστειο τα  ηφαίστεια
Génitif του  ηφαιστείου των  ηφαιστείων
Accusatif το  ηφαίστειο τα  ηφαίστεια
Vocatif ηφαίστειο ηφαίστεια
 
Έκρηξη σε ηφαίστειο.

ηφαίστειο (iféstio) \iˈfεs.ti.o̞\ neutre

  1. (Géologie) Volcan.

Dérivés modifier

References modifier

  • Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Athènes: Κέντρο Λεξικολογίας)