καθηγήτρια

Grec modifier

Étymologie modifier

Féminin de καθηγητής.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  καθηγήτρια οι  καθηγήτριες
Génitif της  καθηγήτριας των  καθηγητριών
Accusatif τη(ν)  καθηγήτρια τις  καθηγήτριες
Vocatif καθηγήτρια καθηγήτριες

καθηγήτρια (kathiyítria) \Prononciation ?\ féminin (pour un homme, on dit : καθηγητής)

  1. (Éducation) Professeure, femme professeur.