κυανόπτερος

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot composé de κυανός, kyanós, πτερόν, pterón (« aile ») et -ος, -os.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif κυανόπτερος κυανόπτερος κυανόπτερον
vocatif κυανόπτερε κυανόπτερε κυανόπτερον
accusatif κυανόπτερον κυανόπτερον κυανόπτερον
génitif κυανοπτέρου κυανοπτέρου κυανοπτέρου
datif κυανοπτέρ κυανοπτέρ κυανοπτέρ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif κυανοπτέρω κυανοπτέρω κυανοπτέρω
vocatif κυανοπτέρω κυανοπτέρω κυανοπτέρω
accusatif κυανοπτέρω κυανοπτέρω κυανοπτέρω
génitif κυανοπτέροιν κυανοπτέροιν κυανοπτέροιν
datif κυανοπτέροιν κυανοπτέροιν κυανοπτέροιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif κυανόπτεροι κυανόπτεροι κυανόπτερα
vocatif κυανόπτεροι κυανόπτεροι κυανόπτερα
accusatif κυανοπτέρους κυανοπτέρους κυανόπτερα
génitif κυανοπτέρων κυανοπτέρων κυανοπτέρων
datif κυανοπτέροις κυανοπτέροις κυανοπτέροις

κυανόπτερος, kyanópteros

  1. Cyanoptère.

Prononciation modifier

Références modifier