τελευταῖος

Voir aussi : τελευταίος

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Dérivé de τελευτή, teleutḗ (« fin »), avec le suffixe -αῖος, -aîos.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif τελευταῖος τελευταία τελευταῖον
vocatif τελευταῖε τελευταία τελευταῖον
accusatif τελευταῖον τελευταίαν τελευταῖον
génitif τελευταίου τελευταίας τελευταίου
datif τελευταί τελευταί τελευταί
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif τελευταίω τελευταία τελευταίω
vocatif τελευταίω τελευταίω τελευταίω
accusatif τελευταίω τελευταία τελευταίω
génitif τελευταίοιν τελευταίαιν τελευταίοιν
datif τελευταίοιν τελευταίαιν τελευταίοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif τελευταῖοι τελευταῖαι τελευταῖα
vocatif τελευταῖοι τελευταῖαι τελευταῖα
accusatif τελευταίους τελευταίας τελευταία
génitif τελευταίων τελευταίων τελευταίων
datif τελευταίοις τελευταίαις τελευταίοις

τελευταῖος, teleutaîos

  1. Dernier.

Prononciation modifier

Références modifier