Wiktionnaire:Index de mots manquants en grec
(Redirigé depuis Wiktionnaire:IMMEL)
Cette page contient une liste de mots grecs manquants sur le Wiktionnaire. La liste ne contient pas de pluriels ni de formes conjuguées. Elle est bien sûr incomplète, et vous pouvez ajouter vos propres mots dans la bonne sous-section. N’hésitez pas à enlever un mot lorsqu’il a une section grecque. Notez que les mots en rouge sont ceux non présents dans le Wiktionnaire, alors que les mots en bleu le sont déjà, mais sans section de langue en grec[Note 1] (sauf si elle a été rajoutée depuis). N’hésitez pas à participer aux discussions.
- ATTENTION : Ne pas confondre cet index avec l’Index de mots manquants en grec ancien.
α
modifier- αγαθότητα, agathótita (« bonté »)
- αγαλματοποιείο, agalmatopoieío (« atelier de sculpture »)
- αγαλματοποιία, agalmatopoiía (« statuaire (art) »)
- αγαλματοποιός, agalmatopoiós (« statuaire (artiste) »)
- αγαπάω, agapáo (« aimer »)
- Άγγλος (« Anglais »)
- αγγλικανός (« anglican ») (nom)
- αγγλικανικός (« anglican ») (adj)
- αγγλοτραφής
- αγγλόφιλος (« anglophile »)
- Αγγλοσάξονας
- αγγλοθρεμένος
- αγγλοφέρνω
- αγλαός, aglaós (« brillant, splendide »)
- αγνωστικιστής, agnostikistís (« agnostique »)
- αγνωστικίστρια, agnostikístria (« agnostique »)
- αδελφομιξία, adelfomixía (« inceste entre frères et sœurs »)
- αιμάσσω
- αιμάσσων
- αιματηρός
- αιματικός
- αιματίνη
- αιμάτινος
- αιματίτης
- αιματώδης
- αιμάτωμα
- αιμάτωση
- αιμωδία
- αιμαγγείωμα
- αιματάλευρο
- αιματέμεση
- αιματοβαμμένος
- αιματόβρεχτος
- αιματοκρίτης
- αιματοκυλίζω
- αιματολογία
- αιματολογικός
- αιματόμετρο
- αιματοποσία
- αιματόρροια
- αιματουρία
- αιματόχρους
- αιμοδιάγραμμα
- αιμοδιψής
- αιμοδοσία
- αιμοδυναμική
- αιμοκάθαρση
- αιμοκαλλιέργεια
- αιμοληψία
- αιμόλυση
- αιμολυτικός
- αιμομίκτης, emomíktis (« incesteur »)
- αιμομίχτης, emomíchtis (« incesteur »)
- αιμοπετάλιο
- αιμοποίηση
- αιμοποσία
- αιμόπτυση
- αιμορραγώ
- αιμοσταγής
- αιμόσταση
- αιμοστατικός
- αιμοσφαιρίνη
- αιμοσφαίριο
- αιμοφιλία
- αιμοφιλικός
- αιμόφιλος
- αιμοφόρος
- αιμοχαρής
- αιμοχρωστικός
- ακουαρέλα, akuaréla (« aquarelle »)
- ακτινοβόλος, aktinovólos
- αλκοολικός, alkoolikós (« alcoolique »)
- αλλόκοτος, allókotos
- Αμαζονομαχία, Amazonomachía (« amazonomachie »)
- αμέτρητος, amétritos (« innombrable »)
- άμετρος, ámetros (« immesurable »)
- ανδροπρεπής, androprepís (« viril »)
- ανεμοδείκτης, anemodeíktis (« girouette »)
- ανία, anía
- ανορθόδοξος, anorthódoxos (« inorthodoxe »)
- άντερο, ántero
- αντιβράχιο, antivráchio (« avant-bras »)
- ανυπομονησία, anypomonisía (« impatience »)
- ανώμαλος, anómalos (« anormal »)
- απαστράπτων, apastrápton
- αποστασία, apostasía (« apostasie »)
- αποστατικός, apostatikós (« apostatique »)
- απροσμέτρητος, aprosmétritos
- αργρό (« argon »)
- αρέσω, arésô (« aimer »)
- αριστοκράτης, aristokrátis (« aristocrate »)
- αριστοκράτισσα, aristokrátissa (« aristocrate »)
- αρίφνητος, arífnitos (« innombrable »)
- αρμόνικα, armónika (« harmonica »)
- αρμονικά, armoniká (« harmonieusement, harmoniquement »)
- αρμονική, armonikí (« harmonique »)
- αρχαγγελικός, archangelikós (« archangélique »)
- αρχαγγέλινος, archangélinos (« archangélique »)
- Αρχαία Αίγυπτος (« Égypte ancienne »)
- αρχιτεκτονικη (« architecture »)
- αστραφτερός, astrafterós
- άσυλο, ásilo (« asile »)
- ασυνήθιστος, asyníthistos
- ασχημάδα, aschimáda (« laideur ou malformation »)
- ασχήμια, aschímia (« laideur ou inconvenance »)
- ἀτραυμάτιστος
- αυτανάφλεξη, aftanáflexi (« auto-combustion, combustion spontanée »)
- Αυτονόη, Aftonói (« Autonoé »)
- αφαίμαξη
- αφασία, aphasia (« aphasie »)
β
modifier- βαρεμάρα, varemára
- βαριατρική, variatrikí (« bariatrie »)
- βρετονικά, vretoniká (« breton »)
γ
modifier- γαλλισμός, gallismós (« gallicisme »)
- γαλλιστί, gallistí
- γαλλομάθεια
- γαλλομαθής, gallomathís
- γαλλοτραφής, gallotrafís
- γαλλοφιλία, gallofilía (« francophilie »)
- γαλλόφιλος, gallófilos (« francophile »)
- γαστρεντερικός, gastrenterikós
- γαστρεντερίτιδα, gastrenterítida
- γαστρεντερο-, gastrentero-
- γεννιέμαι, yenniéme (« naître »)
- γερνώ (« vieillir »)
- γλυπτική, glyptikí (« sculpture (art) »)
- γλυπτό, glyptó (« sculpture (objet) »)
- γλυπτός, glyptós (« sculpté »)
- γλύφω, glýfo (« sculpter »)
- γυαλιστερός, gyalisterós
δ
modifier- δείκτης νοημοσύνης, dhíktis noimosínis (« quotient intellectuel »)
- δελφίνιο, dhelfínio (« delphinium »)
- δημιούργημα, dhimioúryima (« créature »)
- δημιουργός, dhimiourgós (« créateur, démiurge »)
- διαταραχή μετατραυματικού στρες, dhiatarakhí metatravmatikoú stres (« état de stress post-traumatique »)
- διεθνής δικαιοδοσία (« compétence universelle »)
- διεστραμμένος, diestramménos (« pervers »)
- διπολική διαταραχή (« bipolarité »)
- διφορούμενος, dhiforoúmenos (« ambigu, équivoque »)
- δυαρμονικός, dhyarmonikós
ε
modifier- εγκληματίας, enklimatías
- εθελοντικός, ethelontikós (« volontaire »)
- εθελόντρια, ethelóndria (« volontaire »)
- ελλαδίτικος
- ελληνομάθεια
- εμορφιά, emorfiá
- εντερικός, enterikós
- εντέρινος, entérinos
- εντερίτιδα, enterítida
- επείγοντα, epeíjonta (« urgence »)
- επίμονος, epímonos (« persistant »)
- εργαστήριο, ergastírio (« atelier »)
- ερείπιο, erípio (« ruine »)
- ευαρμονικός, evarmonikós
- εύφλεκτος, éfflektos (« inflammable »)
ζ
modifier- Ζωδιακός, Zodiakós
η
modifier
θ
modifier- θαμπός, thambós (« terne »)
- θερμόαιμος
- θωρακικός, thorakikós (« thoracique »)
ι
modifier- ιδιότροπος, idiótropos (« étrange »)
- Ιερεμίας, Ieremías (« Jérémie »)
- Ιησούς Χριστός, Iisús Khristós (« Jésus-Christ »)
- ισχαιμία (« ischémie »)
- Ιταλική Δημοκρατία, Italikί Dimokratίa
κ
modifier- καβαλικεύω
- Καββάλα, Kabbála (« kabbale »)
- καλλιτέχνιδα, kallitékhnida (« artiste »)
- κάλλος, kállos (« beau, beauté »)
- καλογρίτσα, kalogrítsa
- Καμπάλα, Kabála, Καμπαλά, Kabalá (« kabbale »)
- καστανό, kastanó (« marron »)
- κατακόρυφος (« vertical »)
- κατηγορούμενο, katigoroúmeno (« attribut »)
- καύση, káfsi (« combustion, ignition »)
- κύλικα, kílika (« kylix »)
λ
modifier- λευχαιμία (« leucémie »)
- λιθοβόλημα (« lapidation »)
μ
modifier- μαζική κουλτούρα (« culture de masse »)
- μη επανδρωμένο αεροσκάφος, mi epandroméno aeroskáphos (« drone »)
- μουνόχειλα
- μουνόπανο
- μουνόψειρα
- μουνάκιας
- μουνοχυσίματα
- μουντός, mountós (« terne »)
- μουσκεύω, muskev́o (« mouiller »)
- μυστήριο
ν
modifier- νιγηριανός
- Νορν, Norn (« Norne »)
ξ
modifier
ο
modifier- οβελός, ovelós
- οικονόμος, oikonómos
- οίκος ευγηρίας (« maison de retraite »)
- οινόπνευμα (« alcool »)
- Ολυμπιακοί Αγώνες, Olimbiakí Agónes (« Jeux olympiques »)
- ομορφάδα, omorfáda
- ονειροπόλος, oniropólos (« visionnaire »)
- όρισμα, órisma (« argument »)
- Ορθοδοξία, Orthodoxía
- ουλορραγία
- ουρητήριο, ouritírio (« urinoir »)
- Ουρντ (« Urd »)
π
modifier- παέγια (« paella »)
- παιδοφιλία, pedofilía (« pédophilie »)
- παναρμονικός, panarmonikós
- πανελλαδικός (« panhellénique »)
- παράξενα, paráxena (« étrangement »)
- παραξενιά, paraxeniá (« étrangeté »)
- παραξενιάζω, paraxeniázo (« devenir étrange »)
- παρατήρηση, paratírisi (« vision »)
- πετροβόλημα (« lapidation »)
- πιέζω (« forcer »)
- Πίζα (« Pise »)
- πλήξη, plíxi
- πολιτοφυλακή (« milice »)
- προανάφλεξη, proanáflexi (« pré-ignition, pré-combustion »)
ρ
modifier- ρομποτική, robotikí (« robotique ») (nom)
- ρομποτικός, robotikós (« robotique ») (adj)
σ
modifier- σατανικός, satanikós (« satanique »)
- σεβασμός, sevasmós (« respect »)
- σηψαιμία
- σκοταδερός, skotaderós (« sombre »)
- συναγερμός, synagermós (« alarme »)
- συναισθηματική νοημοσύνη (« intelligence émotionnelle »)
- συναρμονικός, synarmonikós
- σύνδρομο, sýndromo (« syndrome »)
- σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, sýndromo everéthistou entérou (« syndrome du côlon irritable »)
- σύνδρομο του απατεώνα (« syndrome de l’imposteur »)
- συνηθισμένος, synithisménos (« ordinaire, habituel »)
τ
modifier- Ταρπηία Πέτρα (« roche Tarpéienne »)
- τραυματεία
- τραυματιαῖος
- τραυματίας
- τραυμάτιον
- τραυματισμός
- τραυματοθεραπεύω
- τραυματοποιός
- τρωματίας
- τρωματίης
υ
modifier- yλομορφισμός, ylomorfismós (« hylémorphisme »)
- υπεραιμία, yperemía (« hyperémie, hyperhémie »)
- υπεργλυκαιμία, yperglykemía (« hyperglycémie »)
- υπερυπνία, yperypnía (« hypersomnie »)
- υπογλυκαιμία, ypoglykemía (« hypoglycémie »)
φ
modifier- φανάρι, fanári (« feu (de signalisation) »)
- φιλέλληνας, filéllinas (« philhellène ») (nom)
- φιλελληνικός, filellinikós (« philhellène ») (adj)
- φιλελληνισμός, filellinismós (« philhellénisme »)
- φοροδιαφεύγω
χ
modifier
ψ
modifierω
modifier- ωραιότητα, oraiótita
autre
modifier
Note
modifier- ↑ C’est-à-dire définis seulement dans le vocabulaire d’une autre langue, mais pas dans la langue grecque.