Grec modifier

Étymologie modifier

Du français aérostat.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  αερόστατο τα  αερόστατα
Génitif του  αερόστατου
αεροστάτου
των  αερόστατων
αεροστάτων
Accusatif το  αερόστατο τα  αερόστατα
Vocatif αερόστατο αερόστατα

αερόστατο, aerostato \a.ɛ.ˈɾɔ.sta.tɔ\ neutre

  1. Aérostat.