αιολική μηχανή

Grec modifier

Étymologie modifier

Composé de αιολική et de μηχανή.

Locution nominale modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αιολική μηχανή οι  αιολικές μηχανές
Génitif της  αιολικής μηχανής των  αιολικών μηχανών
Accusatif τη(ν)  αιολική μηχανή τις  αιολικές μηχανές
Vocatif αιολική μηχανή αιολικές μηχανές

αιολική μηχανή (eolikí mikhaní) \ɛ.ɔ.li.ki. mi.xa.ˈni\

  1. (Technologie) Éolienne.