αιωνιότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien αἰωνιότης, aioniótês.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αιωνιότητα οι  αιωνιότητες
Génitif της  αιωνιότητας των  αιωνιοτήτων
Accusatif τη(ν)  αιωνιότητα τις  αιωνιότητες
Vocatif αιωνιότητα αιωνιότητες

αιωνιότητα (eoniótita) \ɛ.ɔ.ni.ˈɔ.ti.ta\ féminin

  1. Éternité.