αιωνιότητα
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec ancien αἰωνιότης, aioniótês.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αιωνιότητα | οι | αιωνιότητες |
Génitif | της | αιωνιότητας | των | αιωνιοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | αιωνιότητα | τις | αιωνιότητες |
Vocatif | αιωνιότητα | αιωνιότητες |
αιωνιότητα (eoniótita) \ɛ.ɔ.ni.ˈɔ.ti.ta\ féminin