αναισθησιολόγος
Grec modifier
Étymologie modifier
- De αναισθησία.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | αναισθησιολόγος | οι | αναισθησιολόγοι |
Génitif | του | αναισθησιολόγου | των | αναισθησιολόγων |
Accusatif | τον | αναισθησιολόγο | τους | αναισθησιολόγους |
Vocatif | αναισθησιολόγε | αναισθησιολόγοι |
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αναισθησιολόγος | οι | αναισθησιολόγοι |
Génitif | της | αναισθησιολόγου | των | αναισθησιολόγων |
Accusatif | τη(ν) | αναισθησιολόγο | τις | αναισθησιολόγους |
Vocatif | αναισθησιολόγο | αναισθησιολόγοι |
αναισθησιολόγος, anesthisiológos \Prononciation ?\ masculin et féminin identiques
- Anesthésiste.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)