αντεπίθεση

Grec modifier

Étymologie modifier

Composé de αντί et de επίθεση.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αντεπίθεση οι  αντεπιθέσεις
Génitif της  αντεπίθεσης
αντεπιθέσεως
των  αντεπιθέσεων
Accusatif τη(ν)  αντεπίθεση τις  αντεπιθέσεις
Vocatif αντεπίθεση αντεπιθέσεις

αντεπίθεση (andepíthesi) \Prononciation ?\ féminin

  1. Contre-attaque.