Accueil
Au hasard
Se connecter
Configuration
Faire un don
À propos du Wiktionnaire
Licence
Rechercher
αντισυνταγματικός
Langue
Suivre
Modifier
Sommaire
1
Grec
1.1
Adjectif
1.1.1
Antonymes
1.1.2
Dérivés
Grec
modifier
Adjectif
modifier
cas
singulier
masculin
féminin
neutre
nominatif
αντισυνταγματικ
ός
αντισυνταγματικ
ή
αντισυνταγματικ
ό
génitif
αντισυνταγματικ
ού
αντισυνταγματικ
ής
αντισυνταγματικ
ού
accusatif
αντισυνταγματικ
ό
αντισυνταγματικ
ή
αντισυνταγματικ
ό
vocatif
αντισυνταγματικ
έ
αντισυνταγματικ
ή
αντισυνταγματικ
ό
cas
pluriel
masculin
féminin
neutre
nominatif
αντισυνταγματικ
οί
αντισυνταγματικ
ές
αντισυνταγματικ
ά
génitif
αντισυνταγματικ
ών
αντισυνταγματικ
ών
αντισυνταγματικ
ών
accusatif
αντισυνταγματικ
ούς
αντισυνταγματικ
ές
αντισυνταγματικ
ά
vocatif
αντισυνταγματικ
οί
αντισυνταγματικ
ές
αντισυνταγματικ
ά
αντισυνταγματικός
(andisindagmatikós)
\an.di.sin.daɣ.ma.ti.ˈkɔs\
Anticonstitutionnel
,
inconstitutionnel
.
Antonymes
modifier
συνταγματικός
Dérivés
modifier
αντισυνταγματικά
αντισυνταγματικότητα