αποικιοκρατία

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de αποικιοκράτης, apikiokratis, avec le suffixe -ία, -ía.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αποικιοκρατία οι  αποικιοκρατίες
Génitif της  αποικιοκρατίας των  αποικιοκρατιών
Accusatif τη(ν)  αποικιοκρατία τις  αποικιοκρατίες
Vocatif αποικιοκρατία αποικιοκρατίες

αποικιοκρατία, apikiokratía \a.pi.ci.ɔ.kɾa.ˈti.a\ féminin

  1. (Politique) Colonialisme.