αποτσίγαρο

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de τσιγάρο, avec le préfixe απο-.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  αποτσίγαρο τα  αποτσίγαρα
Génitif του  αποτσίγαρου των  αποτσίγαρων
Accusatif το  αποτσίγαρο τα  αποτσίγαρα
Vocatif αποτσίγαρο αποτσίγαρα

αποτσίγαρο, apotsígaro \Prononciation ?\ neutre

  1. Mégot.

Synonymes modifier