αυτοκινητιστής

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de αυτοκίνητο, avec le suffixe -τής.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  αυτοκινητιστής οι  αυτοκινητιστές
Génitif του  αυτοκινητιστή των  αυτοκινητιστών
Accusatif τον  αυτοκινητιστή τους  αυτοκινητιστές
Vocatif αυτοκινητιστή αυτοκινητιστές

αυτοκινητιστής (aftokinitistís) \af.tɔ.ci.ni.ti.ˈstis\ masculin (pour une femme, on dit : αυτοκινητίστρια)

  1. Automobiliste.