γυναίκα
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec ancien γυνή, gunế.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | γυναίκα | οι | γυναίκες |
Génitif | της | γυναίκας | των | γυναικών |
Accusatif | τη(ν) | γυναίκα | τις | γυναίκες |
Vocatif | γυναίκα | γυναίκες |
γυναίκα, gynéka \ʝi.ˈnɛ.ka\ féminin
Synonymes modifier
- σύζυγος (« épouse »)
Apparentés étymologiques modifier
- γυναικάδερφος, γυναικάδελφος (« beau-frère ») ; γυναικαδέρφη, γυναικαδέλφη (« belle-sœur »)
- γυναίκειος
- γυναικίζω
- γυναικοδουλειά
- γυναικοκαβγάς
- γυναικοκατακτητής
- γυναικοκρατία (« gynécocratie »)
- γυναικολόγος (« gynécologue »)
- γυναικολογία (« gynécologie »)
- γυναικολογικός (« gynécologique »)
- γυναικομαστία
- γυναικόπαιδα (« femme-enfant »)
- γυναικοπαρέα
- γυναικοφέρνω
- γυναικωνίτης
- γυναικωτός
Références modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (γυναίκα)