δημοτικότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de δημοτικός, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  δημοτικότητα οι  δημοτικότητες
Génitif της  δημοτικότητας των  δημοτικοτήτων
Accusatif τη(ν)  δημοτικότητα τις  δημοτικότητες
Vocatif δημοτικότητα δημοτικότητες

δημοτικότητα (dhimotikótita) \ði.Mɔ.ti.ˈkɔ.ti.ta\ féminin

  1. Popularité (faveur du peuple, crédit auprès de l'opinion publique).