διαδήλωση
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | διαδήλωση | οι | διαδηλώσεις |
Génitif | της | διαδήλωσης διαδηλώσεως |
των | διαδηλώσεων |
Accusatif | τη(ν) | διαδήλωση | τις | διαδηλώσεις |
Vocatif | διαδήλωση | διαδηλώσεις |
διαδήλωση, diadílosi \Prononciation ?\ féminin