διακύβευμα
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | διακύβευμα | τα | διακυβεύματα |
Génitif | του | διακυβεύματος | των | διακυβευμάτων |
Accusatif | το | διακύβευμα | τα | διακυβεύματα |
Vocatif | διακύβευμα | διακυβεύματα |
διακύβευμα (diakívevma) \Prononciation ?\ neutre