διαμέρισμα
Grec modifier
Étymologie modifier
- Dérivé du verbe διαμερίζω (dhiamerízo)
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | διαμέρισμα | τα | διαμερίσματα |
Génitif | του | διαμερίσματος | των | διαμερισμάτων |
Accusatif | το | διαμέρισμα | τα | διαμερίσματα |
Vocatif | διαμέρισμα | διαμερίσματα |
διαμέρισμα (dhiamérisma) \ði.a.ˈmɛ.ɾis.ma\ neutre