διαμέρισμα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé du verbe διαμερίζω (dhiamerízo)

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  διαμέρισμα τα  διαμερίσματα
Génitif του  διαμερίσματος των  διαμερισμάτων
Accusatif το  διαμέρισμα τα  διαμερίσματα
Vocatif διαμέρισμα διαμερίσματα

διαμέρισμα (dhiamérisma) \ði.a.ˈmɛ.ɾis.ma\ neutre

  1. Appartement.