διεθνισμός
Étymologie
modifierNom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | διεθνισμός | οι | διεθνισμοί |
Génitif | του | διεθνισμού | των | διεθνισμών |
Accusatif | τον | διεθνισμό | τους | διεθνισμούς |
Vocatif | διεθνισμέ | διεθνισμοί |
διεθνισμός, diethnismós \ði.ɛ.θni.ˈzmɔs\ masculin
- (Politique) Internationalisme.