δικαιοσύνη

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien δικαιοσύνη.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  δικαιοσύνη οι  δικαιοσύνες
Génitif της  δικαιοσύνης των  δικαιοσυνών
Accusatif τη(ν)  δικαιοσύνη τις  δικαιοσύνες
Vocatif δικαιοσύνη δικαιοσύνες

δικαιοσύνη (dhikeosíni) \Prononciation ?\ féminin

  1. Justice.

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

→ voir δίκαιος.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif δικαιοσύνη αἱ δικαιοσύναι τὼ δικαιοσύνα
Vocatif δικαιοσύνη δικαιοσύναι δικαιοσύνα
Accusatif τὴν δικαιοσύνην τὰς δικαιοσύνας τὼ δικαιοσύνα
Génitif τῆς δικαιοσύνης τῶν δικαιοσυνῶν τοῖν δικαιοσύναιν
Datif τῇ δικαιοσύν ταῖς δικαιοσύναις τοῖν δικαιοσύναιν

δικαιοσύνη, dikaiosúnê *\di.ka͜ɪ.o.ˈsy.nɛː\ féminin Autre écriture : διϰαιοσύνη

  1. Justice, sentiment de justice, pratique de la justice.

Références modifier