δικηγορίσκος

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de δικηγόρος, dikighóros (« avocat »), avec le suffixe -ίσκος, -iskos.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  δικηγορίσκος οι  δικηγορίσκοι
Génitif του  δικηγορίσκου των  δικηγορίσκων
Accusatif τον  δικηγορίσκο τους  δικηγορίσκους
Vocatif δικηγορίσκε δικηγορίσκοι
  1. Avocat marron, avocaillon.