διπλωμάτης

Grec modifier

Étymologie modifier

Du français diplomate ; voir δίπλωμα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  διπλωμάτης οι  διπλωμάτες
Génitif του  διπλωμάτη των  διπλωματών
Accusatif τον  διπλωμάτη τους  διπλωμάτες
Vocatif διπλωμάτη διπλωμάτες

διπλωμάτης, diplomátis \ði.plɔ.ˈma.tis\ masculin

  1. Diplomate.

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (διπλωμάτης)