δογματικός

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien δογματικός, dogmatikós.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif δογματικός δογματική δογματικό
génitif δογματικού δογματικής δογματικού
accusatif δογματικό δογματική δογματικό
vocatif δογματικέ δογματική δογματικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif δογματικοί δογματικές δογματικά
génitif δογματικών δογματικών δογματικών
accusatif δογματικούς δογματικές δογματικά
vocatif δογματικοί δογματικές δογματικά

δογματικός, dogmatikós \Prononciation ?\

  1. Dogmatique.

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (δογματικός)

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de δόγμα, dógma, avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif δογματικός δογματική δογματικόν
vocatif δογματικέ δογματική δογματικόν
accusatif δογματικόν δογματικήν δογματικόν
génitif δογματικοῦ δογματικῆς δογματικοῦ
datif δογματικ δογματικ δογματικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif δογματικώ δογματικά δογματικώ
vocatif δογματικώ δογματικά δογματικώ
accusatif δογματικώ δογματικά δογματικώ
génitif δογματικοῖν δογματικαῖν δογματικοῖν
datif δογματικοῖν δογματικαῖν δογματικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif δογματικοί δογματικαί δογματικά
vocatif δογματικοί δογματικαί δογματικά
accusatif δογματικούς δογματικάς δογματικά
génitif δογματικῶν δογματικῶν δογματικῶν
datif δογματικοῖς δογματικαῖς δογματικοῖς

δογματικός, dogmatikós *\doŋ.ma.ti.kós\ masculin

  1. Didactique.
  2. Dogmatique, qui suit des principes ou opinions générales, par opposition à ἐμπειρικός, empeirikós (« empirique, expérimenté ») ou μεθοδικός, methodikós (« méthodique »).

Dérivés dans d’autres langues modifier

Références modifier