εθνικότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de εθνικός, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  εθνικότητα οι  εθνικότητες
Génitif της  εθνικότητας των  εθνικοτήτων
Accusatif τη(ν)  εθνικότητα τις  εθνικότητες
Vocatif εθνικότητα εθνικότητες

εθνικότητα (ethnikótita) \ɛ.θni.ˈkɔ.ti.ta\ féminin

  1. Nationalité.