ελικοπτεροφόρο
Grec modifier
Étymologie modifier
- Mot composé de ελικόπτερο, elikoptero (« hélicoptère ») et de φέρω, féro (« porter »).
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | ελικοπτεροφόρο | τα | ελικοπτεροφόρα |
Génitif | του | ελικοπτεροφόρου | των | ελικοπτεροφόρων |
Accusatif | το | ελικοπτεροφόρο | τα | ελικοπτεροφόρα |
Vocatif | ελικοπτεροφόρο | ελικοπτεροφόρα |
ελικοπτεροφόρο, elikopterofóro \Prononciation ?\ neutre
- (Marine, Militaire) Porte-hélicoptères.
- Η Γαλλία ανακοίνωσε οτι δεν θα παραδώσει στη Ρωσία 2 ελικοπτεροφόρα κλάσης Μιστράλ. — (Η Αυγή, 3 septembre 2014)
- La France a annoncé qu’elle ne livrerait pas à la Rusie 2 porte-hélicoptères de classe Mistral.
- Η Γαλλία ανακοίνωσε οτι δεν θα παραδώσει στη Ρωσία 2 ελικοπτεροφόρα κλάσης Μιστράλ. — (Η Αυγή, 3 septembre 2014)
Références modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ελικοπτεροφόρο)