ενδιαφέρον

Grec modifier

Étymologie modifier

Déverbal de ενδιαφέρω (« intéresser »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  ενδιαφέρον τα  ενδιαφέροντα
Génitif του  ενδιαφέροντος των  ενδιαφερόντων
Accusatif το  ενδιαφέρον τα  ενδιαφέροντα
Vocatif ενδιαφέρον ενδιαφέροντα

ενδιαφέρον, endiaféron \ɛn.ði.a.ˈfɛ.ɾɔn\ neutre

  1. Intérêt.
    • Ένα ζωηρό ενδιαφέρον.
      Un vif intérêt.
    • Αυτό το βιβλίο προκαλεί το ενδιαφέρον.
      Ce livre captive l'intérêt.