Grec modifier

Étymologie modifier

De ενοποιώ avec le suffixe -ση.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ενοποίηση οι  ενοποιήσεις
Génitif της  ενοποίησης
ενοποιήσεως
των  ενοποιήσεων
Accusatif τη(ν)  ενοποίηση τις  ενοποιήσεις
Vocatif ενοποίηση ενοποιήσεις

ενοποίηση (enopíisi) \ɛ.nɔ.ˈpi.i.si\ féminin

  1. Unification, action d'unifier.