ευφημισμός

Voir aussi : εὐφημισμός

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien εὐφημισμός, euphêmismós.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  ευφημισμός οι  ευφημισμοί
Génitif του  ευφημισμού των  ευφημισμών
Accusatif τον  ευφημισμό τους  ευφημισμούς
Vocatif ευφημισμέ ευφημισμοί

ευφημισμός, evfimismós \ɛ.fi.mi.ˈzmɔs\ masculin

  1. Euphémisme.