Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de εχθρός, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  εχθρότητα οι  εχθρότητες
Génitif της  εχθρότητας των  εχθροτήτων
Accusatif τη(ν)  εχθρότητα τις  εχθρότητες
Vocatif εχθρότητα εχθρότητες

εχθρότητα (ekhthrótita) \ɛx.ˈθɾɔ.ti.ta\ féminin

  1. Inimitié.