εὐλάβεια
Grec ancien modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
εὐλάβεια, eulábeia *\Prononciation ?\ féminin
- Prudence.
ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία, ἀνανδρία, ἀπονία, φιλοψυχία. ὕπεστι δέ τις εὐλάβεια καὶ τὸ ἀφιλόνεικον τοῦ ἤθους. ἀκολασίας δ᾽ ἐστὶ τὸ αἱρεῖσθαι τὰς ἀπολαύσεις τῶν ἡδονῶν τῶν βλαβερῶν καὶ αἰσχρῶν, καὶ τὸ ὑπολαμβάνειν εὐδαιμονεῖν μάλιστα τοὺς ἐν ταῖς τοιαύταις ἡδοναῖς ὄντας, καὶ τὸ φιλογέλοιον εἶναι καὶ τὸ φιλοσκώπτην καὶ φιλευτράπελον, καὶ τὸ ῥᾳδιουργὸν εἶναι ἐν τοῖς λόγοις καὶ ἐν τοῖς ἔργοις. ἀκολουθεῖ δὲ τῇ ἀκολασίᾳ ἀταξία, ἀναίδεια, ἀκοσμία, τρυφή, ῥᾳθυμία, ἀμέλεια, ὀλιγωρία, ἔκλυσις.
— (Aristote, Entre la Vertu et le Mal)
Apparentés étymologiques modifier
- εὐλαβέομαι (« être prudent, faire attention »)
Dérivés dans d’autres langues modifier
- Grec : ευλάβεια
Références modifier
- « εὐλάβεια », dans Henry Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek-English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage