ημερολόγιο

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien ἡμερολόγιον, hēmerológion.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  ημερολόγιο τα  ημερολόγια
Génitif του  ημερολογίου των  ημερολογίων
Accusatif το  ημερολόγιο τα  ημερολόγια
Vocatif ημερολόγιο ημερολόγια

ημερολόγιο (imerolóyio) \i.me.ɾoˈlo.ʝi.o\ neutre

  1. Calendrier.