Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien ἡμικρανία, hêmikranía.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ημικρανία οι  ημικρανίες
Génitif της  ημικρανίας των  ημικρανιών
Accusatif τη(ν)  ημικρανία τις  ημικρανίες
Vocatif ημικρανία ημικρανίες

ημικρανία (imikranía) \i.mi.kɾa.ˈni.a\ féminin

  1. Migraine.