ιατροδικαστής
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | ιατροδικαστής | οι | ιατροδικαστές |
Génitif | του | ιατροδικαστή | των | ιατροδικαστών |
Accusatif | τον | ιατροδικαστή | τους | ιατροδικαστές |
Vocatif | ιατροδικαστή | ιατροδικαστές |
ιατροδικαστής, iatrodhikastís \Prononciation ?\ masculin
- Médecin légiste.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ιατροδικαστής)