ιατροδικαστής

Grec modifier

Étymologie modifier

De ιατρός et δικαστής.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  ιατροδικαστής οι  ιατροδικαστές
Génitif του  ιατροδικαστή των  ιατροδικαστών
Accusatif τον  ιατροδικαστή τους  ιατροδικαστές
Vocatif ιατροδικαστή ιατροδικαστές

ιατροδικαστής, iatrodhikastís \Prononciation ?\ masculin

  1. Médecin légiste.

Références modifier