Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De κατά, katá (« à », « sur ») et ἔσοπτρον, ésoptron.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ κάτοπτρον τὰ κάτοπτρα τὼ κατόπτρω
Vocatif κάτοπτρον κάτοπτρα κατόπτρω
Accusatif τὸ κάτοπτρον τὰ κάτοπτρα τὼ κατόπτρω
Génitif τοῦ κατόπτρου τῶν κατόπτρων τοῖν κατόπτροιν
Datif τῷ κατόπτρ τοῖς κατόπτροις τοῖν κατόπτροιν

κάτοπτρον, kátoptron *\ˈka.to.ptron\ neutre

  1. Miroir.