κίνηση
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec ancien κίνησις, kínêsis.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | κίνηση | οι | κινήσεις |
Génitif | της | κίνησης κινήσεως |
των | κινήσεων |
Accusatif | τη(ν) | κίνηση | τις | κινήσεις |
Vocatif | κίνηση | κινήσεις |
κίνηση (kínisi) \ˈci.ni.si\ féminin
- Mouvement.
- (Urbanisme) Circulation, trafic.
Dérivés modifier
- κίνημα
- κινηματίας
- κινητήρας
- κινητήριος
- -κινητήριος
- κινητικός
- κινητικότητα
- κινητός
- -κίνητος
- κίνητρο
- κινούμενος
Synonymes modifier
- κυκλοφορία (2)