καθημερινότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de καθημερινός, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  καθημερινότητα οι  καθημερινότητες
Génitif της  καθημερινότητας των  καθημερινοτήτων
Accusatif τη(ν)  καθημερινότητα τις  καθημερινότητες
Vocatif καθημερινότητα καθημερινότητες

καθημερινότητα (kathimerinótita) \ka.θi.mɛ.ɾi.ˈnɔ.ti.ta\ féminin

  1. Quotidienneté.