κατεδάφιση

Grec modifier

Étymologie modifier

De κατεδαφίζω (« détruire »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κατεδάφιση οι  κατεδαφίσεις
Génitif της  κατεδάφισης
κατεδαφίσεως
των  κατεδαφίσεων
Accusatif τη(ν)  κατεδάφιση τις  κατεδαφίσεις
Vocatif κατεδάφιση κατεδαφίσεις

κατεδάφιση, katedháfisi \ka.tɛ.ˈða.fi.si\ féminin

  1. Démolition.