κεραυνοβόλος έρωτας
Grec modifier
Étymologie modifier
- Composé de κεραυνοβόλος (« foudroyant ») et de έρωτας (« amour »), littéralement « amour foudroyant ».
Locution nominale modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | κεραυνοβόλος έρωτας | οι | κεραυνοβόλοι έρωτες |
Génitif | του | κεραυνοβόλου έρωτα | των | κεραυνοβόλων ερώτων |
Accusatif | το(ν) | κεραυνοβόλο έρωτα | τους | κεραυνοβόλους έρωτες |
Vocatif | κεραυνοβόλε έρωτα | κεραυνοβόλοι έρωτες |
κεραυνοβόλος έρωτας (keravnovólos érotas) \ce.ɾav.noˈvo.los ˈe.ɾo.tas\ masculin