κοινωνιολογία

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de κοινωνιολόγος, koinôniologos, avec le suffixe -ία, -ía.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κοινωνιολογία οι  κοινωνιολογίες
Génitif της  κοινωνιολογίας των  κοινωνιολογιών
Accusatif τη(ν)  κοινωνιολογία τις  κοινωνιολογίες
Vocatif κοινωνιολογία κοινωνιολογίες

κοινωνιολογία (kinonioloyía) \ci.nɔ.ni.ɔ.lɔ.ˈʝi.a\ féminin

  1. Sociologie.

Voir aussi modifier